- ἐφήκεις
- ἐφήκωto have arrivedpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφήκω — ἐφήκω (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κατάλληλη στιγμή («καιρὸν δ ἐφήκεις» έχεις φθάσει στον κατάλληλο καιρό, Σοφ.) 2. (για χρόνο) φθάνω, έχω καταφθάσει («ἐπειδὴ ἡ ἡμέρα ἐφῆκε», Θουκ.) 3. καταλαμβάνω έκταση, κατέχω χώρο («ὅσον ἄν ἡ μόρα ἐφήκῃ» όσο τόπο… … Dictionary of Greek